- γαϊδουρογυρεύω
- 1. αναζητώ γάιδαρο που έφυγε ή χάθηκε2. φρ. «κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε» — είναι προτιμότερο να είναι κάποιος προνοητικός και να εξασφαλίζει τα πράγματά του παρά να τα χάνει από αμέλεια και να ασχολείται έπειτα με την ανεύρευσή τους.
Dictionary of Greek. 2013.