γαϊδουρογυρεύω

γαϊδουρογυρεύω
1. αναζητώ γάιδαρο που έφυγε ή χάθηκε
2. φρ. «κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε» — είναι προτιμότερο να είναι κάποιος προνοητικός και να εξασφαλίζει τα πράγματά του παρά να τα χάνει από αμέλεια και να ασχολείται έπειτα με την ανεύρευσή τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”